- πυξάρι
- το , πυξάριά η бот. самшит
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πυξάρι — πυξάρι, το και πυξός, ο και πυξαριά, η θάμνος της οικογένειας Bουξίδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πυξάρι — το, Ν [πύξος] το φυτό πύξος … Dictionary of Greek
Άνω Πυξάρι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 41 κάτ.) του νομού Δράμας. Βρίσκεται στην κοιλάδα του Ξηροπόταμου, πάνω στον δρόμο προς την Ξάνθη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νικηφόρου … Dictionary of Greek
πυξαριά — Oρεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ.) στην πρώην επαρχία Κόνιτσας του νομού Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίας Βαρβάρας. * * * η, Ν [πυξάρι] το πυξάρι, το φυτό πύξος … Dictionary of Greek
πυξάκανθα — η, ΝΑ, και πυξάκανθος Α είδος ακάνθας που μοιάζει με πύξο νεοελλ. το φυτό που είναι γνωστό με τη λόγια ονομασία πύξος η αειθαλής, κν. πυξάρι ή πιμισίρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύξος «είδος φυτού» + ἄκανθα] … Dictionary of Greek
πύξος — (και πυξάρι ή τσιμισίρι). Επιστημονικά λέγεται βούξος ο αειθαλής και είναι θάμνος της οικογένειας των βουξιδών (δικοτυλήδονα), που φυτρώνει μόνος του στα βουνά της ηπειρωτικής Ελλάδας και της Εύβοιας. Καλλιεργείται γενικά στους κήπους και στα… … Dictionary of Greek
πυξός — ο βλ. πυξάρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)